ιταλιστί — επίρρ., στην ιταλική γλώσσα: Έκανε τις δηλώσεις του ιταλιστί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιταλιστί — [Ιταλός] επίρρ. στην ιταλική γλώσσα, ιταλικά … Dictionary of Greek